- αἰγονομεύς
- αἰγο-νομεύς, έως, [dialect] Ion. ῆος, ὁ,A = αἰγινομεύς, goat-herd ,Nic.Al.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγονομεύς — αἰγονομεύς, ο (Α) αιγοβοσκός, γιδάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + νομεὺς «βοσκός» < νέμω] … Dictionary of Greek
αἰγονομῆες — αἰγονομεύς goat herd masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)